ΟΜΗΡΟΥ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ
Είναι φορές που ο Όμηρος με το μπαστούνι του τυφλού
- μεγεθυμένο αντικλείδι του αινίγματος -
σπρώχνει τις πύλες και εμφανίζεται στην αγορά
Δεν χάνεται στους πολυδαίδαλους των άστεών μας δρόμους
–εδώ δεν χάθηκε μες σε χιλιάδες στίχους -
έβαζε πάντα τα σημάδια του
Όσο για τ’ αυτοκίνητα
καλά γνωρίζει τον τροχήλατό τους ήχο
από τ’αμάξια και τα άλογα στην Τροία
Ούτε και στο λιμάνι κινδυνεύει
όλη τη θάλασσα τη χώρεσε στ' αυτιά του
τον ξέρει τον υδάτινο παλμό
Έτσι βαδίζει μες στην πόλη
πιάνει κουβέντα και ρωτά αν άλλαξαν τα χρώματα του κόσμου
Ύστερα βγάζει απ' το κούφιο του μπαστούνι μικρά αντικλείδια
για το χέρι καθενός
Ώσπου το βράδυ ολόφωτος μπαίνει στο αστικό
και επιστρέφει στους Κιμμέριους
VISITE D’HOMERE
Il est des fois où Homère, muni de la canne d’aveugle
- double agrandi de la clé de l’énigme –
pousse les portes et paraît dans l’agora
Il ne se perd pas dans le dédale des rues de nos villes
- il ne s’est pas perdu dans des milliers de vers –
il plaçait toujours ses repères
Quant aux voitures
il différencie bien le son de leurs roues
des chars et des chevaux de Troie
Sur le port non plus il n’est pas en danger
il a entré la mer entière dans ses oreilles
il connaît la vibration de l’eau
Ainsi il marche dans la ville
il entame une conversation et demande si les couleurs du monde ont changé
Ensuite il sort de sa canne creuse de petits doubles de clé
qu’il met dans la main de chacun
Jusqu’à ce qu’au soir tout illuminé il entre dans le bus urbain
et revienne chez les Cimmériens
*
ΤΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΙΔΙΠΟΔΑ
Μεγάλωνε στην Κόρινθο
όμως ποτέ δεν είχε φύγει από τη Θήβα
τον έπαιρνε στ' αμπέλια ο θετός πατέρας του την εποχή
του τρύγου
Κρυβόταν ο μικρός Οιδίποδας στα κλήματα
και με τα άλλα τα παιδιά σε σκανταλιές παράβγαινε
αγαπημένο του παιγνίδι η τυφλόμυγα στο αμπέλι
Ώσπου μια μέρα τού είπε ένας μεθυσμένος σε τραπέζι
πως ήταν γιος πλαστός
κι έγινε το παιγνίδι μοίρα
LE JEU D’ŒDIPE
Il grandissait à Corinthe
cependant il n’était jamais parti de Thèbes
son père adoptif l’emmenait dans les vignes à l’époque des vendanges
Le petit Œdipe se cachait dans les ceps
et avec les autres enfants il rivalisait en bêtises
son jeu préféré, le colin-maillard dans la vigne
Jusqu’à ce qu’un jour un ivrogne à table lui dise
qu’il était un enfant supposé
et le jeu est devenu destin
*
ΜΙΑ MYTHOS ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ
Ένιωθε διαφορετικά από μικρός στο ένα του ποδάρι
Στης φτέρνας του την άκρη ώρες ώρες
κοκκίνιζε τόσο πολύ το δέρμα
που νόμιζε ότι θα χυνόταν όλο του το αίμα
Παραπονιότανε συχνά πως μούδιαζε
γι' αυτό και ο γιατρός τού είχε πει
χρόνια στην Τροία που βρισκόταν
να περπατά στις αμμουδιές ξυπόλητος
χωρίς σανδάλια και περικνημίδες
(τον πίεζαν ως φαίνεται στα άκρα)
Έτσι μια νύχτα που είχαν ησυχάσει οι στρατοί
και το φεγγάρι ασήμωνε τις όχθες
ο Αχιλλέας με γοργή περπατησιά πήγε στην παραλία
Είχε μια λάμψη ατέλειωτη ο Σκάμανδρος
που του μαγνήτιζε το βήμα
εκεί τον έκοψε γυαλί από μπουκάλι μπίρας
Δεν ήταν του Απόλλωνα τα βέλη
αυτή είναι η μόνη αλήθεια για τη φτέρνα
UNE BIERE « MYTHOS » POUR ACHILLE
Il sentait une différence depuis tout petit à l’un de ses pieds
Au bout de son talon par moments
la peau devenait si rouge
qu’il pensait que tout son sang allait couler
Il se plaignait souvent de fourmillements
c’est pourquoi même le médecin lui avait dit
les années où il se trouvait à Troie
de se promener sur les grèves pieds nus
sans sandales ni jambières
(elles le serraient semble-t-il aux extrémités)
Ainsi une nuit où les armées étaient au repos
et que la lune argentait les rives
Achille d’une démarche rapide est allé à la plage
Le Scamandre avait une lueur sans fin
qui aimantait son pas
là il s’est coupé avec un tesson de bouteille de bière
Ce n’était pas les flèches d’Apollon
telle est la vérité, la seule, à propos du talon
*
ΑΡΧΑΙΑ ΔΙΑΦΩΝΙΑ
Γέροντας πια κι αδύναμος ο Σόλωνας
ωστόσο πάντοτε φιλομαθής
θέλησε την καινούργια τέχνη του Θέσπιδος να δει
Στο τέλος της παράστασης τον ρώτησε αν ντρέπεται
που τόσα ψεύδη αραδιάζει από το άρμα στους πολίτες
Σαν του απάντησε ο Θέσπης πως είναι μόνο ένα παιγνίδι
χτύπησε έξαλλος ο Σόλωνας με το μπαστούνι του τη γη:
«Είναι επικίνδυνο να παίζεις με τα πράγματα»
Τον κοίταξε τότε βαθιά στα μάτια του ο Θέσπης
και με την ίδια αυστηρότητα του είπε:
«Ποιος παίζει με τα πράγματα, ξέρεις εσύ καλύτερα από μένα
γι' αυτό γυρνώ με την καρότσα μου στις αγορές
άδεια πραγματικότητα φορτώνω
Αυτή η αλήθεια θα μας αφανίσει»
ANTIQUE DESACCORD
Désormais vieillard et faible Solon
cependant toujours désireux d’apprendre
voulut voir le nouvel art de Thespis
A la fin de la représentation il lui demanda s’il avait honte
de débiter autant de mensonges depuis son char aux citoyens
Comme Thespis lui répondit que c’était seulement un jeu
Solon hors de lui frappa la terre de sa canne :
« Il est dangereux de jouer avec les choses »
Thespis le regarda alors profondément dans les yeux
et avec la même fermeté lui dit :
« Qui joue avec les choses, toi tu le sais mieux que moi
c’est pourquoi je tourne avec mon chariot dans les agoras
je charge une réalité vide
Cette vérité nous dévastera ».
*
ΑΙΑΝΤΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Ιδανικός αυτόχειρας
καλά ήξερε το σφάγανό του
με αυτό εξάλλου τη ζωή του έγραφε
όταν ξιφομαχούσε
Κι άλλοτε πάλι
με ορμή το δόρυ του πετούσε
αντένα που 'σκιζε το χάος
Τίποτε και κανέναν δε φοβόταν
μόνο το γέλιο των ανθρώπων
Όσο κι αν έκλεινε τ' αυτιά του
γάργαρο εκείνο τρύπωνε
Ώσπου ένα απόγευμα κοιτάχτηκε σε δίκοπο καθρέφτη
και φλόγισε Ιούλιο ο νους του
Σε καφενείο ζήτησε μια παγωμένη βυσσινάδα
Κι έτσι κρυστάλλινος
με ανταύγειες ήλιου χτυπημένος
έπεσε στον κορμό του ευκάλυπτου απείρου
AJAX POETE
Suicidé idéal
il connaissait bien son épée
avec elle d’ailleurs il écrivait sa vie
quand il se battait
Et parfois aussi
avec fougue il jetait sa lance
antenne qui déchirait le chaos
Il ne craignait rien ni personne
seulement le rire des hommes
Il avait beau se boucher les oreilles
ce rire vif se faufilait
Jusqu’à ce qu’un après-midi il se regarde dans un miroir à double tranchant
et que son esprit enflamme juillet
Dans un café il a demandé un sirop de griotte glacé
Et comme de cristal
frappé des reflets du soleil
il est tombé sur le tronc de l’eucalyptus infini
*
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ
Η τραγωδία έχει τον πατέρα της
έτσι οι Αθηναίοι είπαν τον Αισχύλο
Νέον ακόμη τον είχε επιλέξει ο Διόνυσος
γι' αυτό και σώθηκε σε τόσες μάχες με τους Πέρσες
Η κόρη του μεγάλωνε κι άρχισε τα ταξίδια
από τον Καύκασο ώς τη Γέλα
Πάντοτε όμως με συγκίνηση θυμόταν την οδό Ομήρου
εκεί την έστελνε ο πατέρας της
είχε κουλούρια φρέσκα με σουσάμι
Τα χρόνια πέρασαν, ήρθανε δύσκολοι καιροί
κι όταν η κόρη ορφάνεψε
κατέβηκε ο Διόνυσος στον Άδη να ξαναφέρει τον πατέρα
Είχανε σωρευτεί χρέη πολλά
LA FILLE D’ESCHYLE
La tragédie a son père
c’est ainsi que les Athéniens appelaient Eschyle
Dionysos l’avait choisi encore jeune
c’est pourquoi il a été sauvé dans tant de combats contre les Perses
Sa fille grandissait et commençait les voyages
du Caucase à Gela
cependant toujours avec émotion elle se souvenait de la rue Omirou
c’est là que son père l’envoyait
il y avait de petits pains ronds frais au sésame
Les années ont passé, sont venus les temps difficiles
et quand la fille est devenue orpheline
Dionysos est descendu dans l’Hadès pour ramener le père
S’étaient accumulées beaucoup de dettes